ὀξυφεγγής

ὀξυφεγγής
ὀξῠ-φεγγής, ές,
A bright-beaming, epith. of ῥόδα, Chaerem.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξυφεγγής — ὀξυφεγγής, ές (Α) αυτός που έχει ισχυρή λάμψη, πολύ λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. πολυ φεγγής] …   Dictionary of Greek

  • ὀξυφεγγῆ — ὀξυφεγγής bright beaming neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀξυφεγγής bright beaming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀξυφεγγής bright beaming masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”